Μαμάδες και κόρες, μια ακόμα ιστορία μέσα από πορσελάνες, λινά και παλιές φωτογραφίες

Οι κανόνες της γραμματικής ορίζουν η λέξη “Απώλεια” να γράφεται με -ω-. Ένα φωνήεν μακρό στη μέση της λέξης αυτής όπως μακρά είναι η διαδρομή που πρέπει να διανύσεις όταν απολέσεις κάποιον.

Μετά τα αρχικό σοκ που σε σαστίζει, σε βάζει σε μια καινούρια, ανεπιθύμητη πραγματικότητα, εκεί που νιώθεις πως έχεις αρχίσει να συνηθίζεις στην καθημερινότητα μείον το ένα αυτό πρόσωπο που έχεις χάσει, εκεί η απώλεια σού δείχνει πως είναι μακρύς ο δρόμος. Γιατί κάποιοι άνθρωποι είτε προϋπάρχουν της δικής μας ύπαρξης είτε τους συναντούμε κάποια στιγμή στην ζωή μας, καταλήγουν να είναι συνυφασμένοι με το εγώ μας. Μας καθορίζουν με τρόπους που δεν συνειδητοποιούμε πάντα, κομμάτια δικά τους μπλέκουν με δικά μας στοιχεία κι αποκαλύπτονται αιφνιδιαστικά σε μας και τους γύρω μας σαν τις καθοριστικές πινελιές που βάζει ένας ζωγράφος σ΄έναν πίνακα και του δίνει επιτέλους την αίσθηση του ολοκληρωμένου έργου.

Για πολλά χρόνια πίστευα με σθένος ότι δεν ταίριαζα με τη μαμά μου στον χαρακτήρα. Το έλεγαν και τα ζώδια! Εκείνη, γεννημένη και μεγαλωμένη σ΄ένα αστικό περιβάλλον, παιδί κι έφηβη στην διάρκεια της Κατοχής και νεαρή γυναίκα στην μεταπολεμική Αθήνα. Η τέταρτη κόρη ενός Ανδριώτη, δωρικού, αυστηρού στην όψη αλλά τρυφερού στην καρδιά πατέρα και μιας “γλυκιάς” μητέρας που μαγείρευε και τραγουδούσε μεγαλώνοντας πέντε παιδιά στα Εξάρχεια, σε δύο δωμάτια και μια κουζινούλα σκαρφαλωμένα στο λόφο του Στρέφη.

Μεγαλωμένη με αρκετή ελευθερία κινήσεων λόγω ίσως και του αστικού αυτού περιβάλλοντος, δεν πιέστηκε να παντρευτεί νωρίς. Η επιβεβλημένη αξιοπρέπεια, η συστολή της, οι συγκυρίες φυσικά, την έβαλαν αργά στην περιπέτεια του γάμου και της μετακόμισής της σε μια άλλη πόλη, μακριά από οικογένεια και φίλους.

Όχι ιδιαίτερα κοινωνική, δωρική κι η ίδια, κλασσική στην αισθητική και εσωστρεφής, καταλαβαίνω τώρα πόσο δύσκολο τής ήταν να αφήσει τον ηλιόλουστο δρόμο με τις νερατζιές και τα νεοκλασικά για έναν δρόμο με ακακίες και νεόχτιστα διώροφα και μια πόλη με μπόλικη υγρασία και πολύ λιγότερη πολιτιστική ζωή. Τη νοσταλγία της την ένιωθα κάθε φορά που με τη χαρά παιδιού μάς έδειχνε τα σημεία τής πόλης της που αναγνώριζε μέσα από ελληνικές ταινίες και τις αναφορές σε διάσημους που είχαν υπάρξει γειτονόπουλα, συμμαθητές, πελάτες στο φούρνο του παππού μου.

Μέσα από τις αναφορές της αυτές, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την εργένικη ζωή της που έφερε μαζί της στη Θεσσαλονίκη, τη ΓΥΝΑΙΚΑ που αγόραζε ανελλιπώς, έμαθα κι εγώ να αγαπώ την Αθήνα ή πιο σωστά το κέντρο της Αθήνας, την αρχοντιά του, την κλασσική του αίγλη, την αστική του αισθητική (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιος όρος).

Πίστευα (και πιστεύω εν μέρει) πως έχω θεμελιώδεις διαφορές με τη μαμά μου παρόλ’ αυτά, στη συμπεριφορά, στις απόψεις, στην αισθητική κλπ. Ποτέ δεν ενέκρινε το ντύσιμό μου και ήταν αντίθετη με πολλές από τις επιλογές μου. Θυμάμαι πόσο διαφωνούσαμε, παιδί ακόμα εγώ, όταν πηγαίναμε στην αγορά για να ψωνίσουμε ρούχα είτε για μένα είτε για εκείνη. Μού έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν ήμουν γύρω στα δέκα, πόση απογοήτευση και θυμό είχα νιώσει καθώς εκείνη επέμενε να μου αγοράσει ένα καρώ φόρεμα σε μπλε-μπορντώ αποχρώσεις ενώ εγώ ποθούσα διακαώς ένα ωραιότατο εμπριμέ σε πιο έντονα χρώματα. Εκείνη το θεωρούσε πολύ “δεύτερο”, πολύ έντονο, πολύ φλύαρο ακόμα και για ένα δεκάχρονο κορίτσι. Φυσικά αγοράσαμε το καρώ και τολμώ να πω πως τώρα κι εγώ αυτό θα διάλεγα.

Επίσης παροιμιώδης είναι η απέχθειά της για το κόκκινο χρώμα σε ρούχα ή είδη σπιτιού. Τής ήταν αδιανόητο να φορέσει ή να βάλει στο σπίτι της κάτι κόκκινο. Μια φορά είχαμε βρει ένα πολύ δροσερό (υπέφερε από τη ζέστη το καλοκαίρι) νυχτικό που τύχαινε να έχει ένα λεπτό ρέλι μπορντωκόκκινο. Μετά από πάρα πολλή πίεση και παρακάλια το αγόρασε με το ζόρι και είμαι σίγουρη πως παρόλο που το φορούσε (στο κρεβάτι και μόνο εννοείται) το έκανε με μισή καρδιά. Ακόμα και τα τελευταία χρόνια που η μνήμη, το μυαλό την είχαν προδώσει, ελάχιστα πράγματα και πρόσωπα μπορούσε να θυμηθεί και να επεξεργαστεί, κάποια φορά που της αγόρασα μια χνουδωτή μπορντώ -όχι κόκκινη!- ρόμπα για να ζεσταίνει και να αγκαλιάζει τρυφερά το πονεμένο της κορμί, όταν πήγα να της τη φορέσω διαμαρτυρήθηκε: “κόκκινη ρόμπα θα φορέσω, δεν την θέλω!!”

Μεγαλώνοντας άρχισα να υποψιάζομαι πόσο βαθιά επίδραση είχε ασκήσει η μαμά μου πάνω μου μέσα από αυτή την αισθητική της συνέπεια. Με την εμμονή της στην ποιότητα, τα πράγματα που αντέχουν στο χρόνο, το “λίγα και καλά”, τις κλασσικές φόρμες και τα διαχρονικά υλικά και την σιγουριά για το τι είναι ωραίο και αρμονικό.

Άρχισα λοιπόν να εκτιμώ και να αγαπώ τα πράγματά της, τα λίγα αλλά αυστηρά επιλεγμένα υπάρχοντά της, που το καθένα είχε πίσω του κρυμμένη μια ιστορία, εξέφραζε μια πτυχή της αλλά και έναν ολόκληρο κόσμο, μια εποχή. Άρχισα επίσης να διακρίνω πάνω μου (στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά και στις επιλογές μου) την επιρροή της, να την αποδέχομαι και να παραδίδομαι σε αυτήν με ένα κρυφό χαμόγελο.

Όταν έφυγε οριστικά μετά από χρόνια που σταδιακά έχανα ένα- ένα τα κομμάτια της, μετανιώνοντας γι όλα αυτά που δεν πρόλαβα να ρωτήσω, να πω, να ανακαλύψω, έπρεπε να αδειάσω κάποια στιγμή το σπίτι που έφτιαξε με τις αυστηρές της επιλογές, να διαλύσω έναν μικρόκοσμο γεμάτο από μαρτυρίες τού ποια είχε υπάρξει αυτή η γυναίκα, πώς είχε ζήσει στην καθημερινότητά της για 50 και παραπάνω χρόνια.

Πολύ δύσκολο για έναν άνθρωπο που από ιδιοσυγκρασία, από επιλογή και λόγω της ενασχόλησής του, δεν θέλει να πετάει τίποτα, ιδιαιτέρως τίποτα παλιό, προσωπικό, φορτισμένο με ιστορία και αναμνήσεις. Καθώς όμως δεν μπορούσα να τα κρατήσω όλα και μάλιστα με τρόπους που να τα τιμήσω κι όχι να τα έχω απλά στοιβαγμένα ή κλεισμένα σε κούτες, έπρεπε να επιλέξω. Πέρα από τα πράγματα λοιπόν που δεν θα άντεχα να αποχωριστώ και αρκετά ακόμα που κρατώ με μια αμηχανία, αποφάσισα να τα χαρίσω και να τα αξιοποιήσω στο Κουμπί. Χαίρομαι πολύ που τα περισσότερα χαρίστηκαν σε ανθρώπους που γνώρισα και ήρθα κοντά μέσα από το Κουμπί. Νομίζω δε, πώς αν ήξερε για το Κουμπί (ήταν πολύ άρρωστη πια όταν άνοιξε το Κουμπί για να το μάθει) θα είχε πολύ ανάμεικτα συναισθήματα για το οικονομικό ρίσκο καταρχάς και για το ότι η σπουδαγμένη και με τόσα προσόντα κόρη της διάλεξε να κάνει καφέδες. Από την άλλη πιστεύω θα ήταν κρυφά περήφανη για τη δημιουργικότητα, την τόλμη, την αυτοπεποίθηση αυτής της απρόβλεπτης κόρης της.

Σε ένα ιδιότυπο πάρτυ λοιπόν, τα κεντήματα, τα βαμβακερά, κολλαρισμένα πανωσέντονα και κατωσέντονα, τα ραμμένα από τη μοδίστρα, στην αρχαία Singer της πεθεράς της, ρούχα, οι πορσελάνες, οι κορνίζες, τα μπιμπελό και τα γκομπλέν καδράκια απλώθηκαν για να μετακομίσουν σε άλλα σπίτια, για να ξεκινήσουν νέες ζωές με νέους ιδιοκτήτες που δεν γνώρισαν ποτέ τη μαμά μου αλλά στο εξής θα έχουν ένα θραύσμα από την ύπαρξή της, από το πέρασμά της από τη ζωή. Δεν ήμουν σίγουρη πώς θα ένιωθα με όλο αυτό, αν θα μου δημιουργούσε τύψεις ή ένα αίσθημα βεβήλωσης αλλά τώρα πια μπορώ να πω με σιγουριά πως μού ζεσταίνει την καρδιά η τρυφερότητα με την οποία εκτίμησαν και υιοθέτησαν αυτά τα αντικείμενα τόσο διαφορετικοί από την μαμά μου άνθρωποι. Και νιώθω ευγνωμοσύνη και χαρά να ξέρω και να βλέπω: το μπορντώ μάλλινο φόρεμα που τις τρυπούλες του από το σκόρο επούλωσε με τόση αγάπη η Ελπίδα και τού δωσε μια δεύτερη ζωή φορώντας το με τόσο γούστο, το εκρού εμπριμέ φόρεμα που η Λίνα μεταμόρφωσε με ένα τελείως σύγχρονο στυλ, το καδράκι που συντήρησε με τόση αγάπη η Μαρία μαζί με τα άλλα πράγματα που ” έσωσε” με πόνο ψυχής, τα κρυστάλλινα κηροπήγια που βρήκαν παρέα στη συλλογή της Αριάδνης, τα ζιργκόν τραπεζάκια που γέμισαν τόσο όμορφα μια γωνιά στο σπίτι της Αγγελικής, τη λινοθήκη που έγινε βιτρίνα για μουσικά όργανα στο σπίτι του Θεοδόση, τα σεντόνια που θα στρωθούν επιτέλους και θα δροσίσουν το σώμα φίλων εκπληρώνοντας τον προορισμό τους, και τόσα άλλα πράγματα που και αδυνατώ να θυμηθώ κι ίσως θα ήταν κουραστικό να αναφέρω.

Από την άλλη τα υπέροχα σερβίτσια του τσαγιού που τόσο στεναχωριόμουν που έμεναν αναξιοποίητα στα ντουλάπια μού έδωσαν την έμπνευση για μια σειρά από συναντήσεις στο Κουμπί: Με τον τίτλο ¨Με το σερβίτσιο της μαμάς” από τον περασμένο Δεκέμβριο, οργανώνω καλέσματα δημιουργικά συνοδευμένα από ένα εκλεκτό ρόφημα (σπέσιαλ σοκολάτα, τσάι με κονιάκ κ.ά.), σερβιρισμένο στα ακόμα πιο εκλεκτά σερβίτσια της μαμάς μου. Και χαίρομαι που τόσοι άνθρωποι τα χαίρονται, τα εκτιμούν κι εγώ τα καμαρώνω. Και νομίζω πως κι η μαμά μου θα καμάρωνε και θα κολακευόταν αν και θα ντρεπόταν να το δείξει.

Γιατί μαμά, τα ωραία πράγματα είναι για να τα χαιρόμαστε και για να τα μοιραζόμαστε ακόμα κι αν φθαρούν λιγάκι, ακόμα κι αν τσακίσουν και ραγίσουν. Γιατί εκτός από τα όμορφα αντικείμενα είναι ακόμα πιο πολύτιμο να κληρονομείς όμορφες στιγμές κι αναμνήσεις συνδυασμένες με αυτά.

Το υφασμάτινο πανό στις φωτογραφίες ξεκίνησα να το φτιάχνω κάποια χρόνια πριν. Αρκετά από τα υφάσματα είναι από ρούχα της μαμάς μου ή από υφάσματα επιπλώσεων από το σπίτι μας. Το τέλειωσα πριν λίγο καιρό, ένα χρόνο μετά την απώλεια της Φραγκώς, σαν ένα μνημόσυνο, σαν την ολοκλήρωση ενός διαλογισμού που με βοήθησε σε όλη αυτή την πορεία της ασθένειάς της. Και σαν τη δημιουργική καταγραφή της συμφιλίωσης δύο κόσμων που συν-υφάνθηκαν μέσα από την αγάπη και τη φροντίδα πραγμάτων που αποκτήθηκαν με σύνεση, διατηρήθηκαν με ευλάβεια κι ομόρφυναν δυο ζωές.